Κρητική Μουσική
Σαν απόλυτα φυσιολογικό φαίνεται που η απαρχή της μουσικής ιστορίας της Κρήτης αλλά και όλης της Ελλάδας συνυφαίνεται με τη γέννηση του πατέρα των θεών, του Δία στην Κρήτη. Εδώ τοποθετεί η ελληνική μυθολογία τη γέννηση της μουσικής και του χορού. Είναι γνωστός πια ο μύθος για τα όπλα που χτυπούσαν οι Κουρήτες χορεύοντας για να καλύψουν τα κλάμματα του νεογέννητου Δία και να τον προστατεύσουν απ τον Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του. Κι ο Θησέας όμως φεύγοντας από την Κρήτη και φτάνοντας στην Δήλο, χόρεψε μαζί με τους συντρόφους του ένα χορό με ένα ιδιαίτερο ρυθμό, που αντέγραφε με τα χορευτικά του βήματα τις ελικοειδείς στροφές και τα γυρίσματα του Λαβύρινθου. Αυτός ο τύπος χορού λέγεται γέρανος και συναντάται ακόμη και σήμερα σε πολλά ελληνικά νησιά.
Συνεχίζοντας να ξεφυλίζουμε τις σελίδες της μυθολογίας βρίσκουμε την ιστορία του Θαλήτα (7ος αι π.Χ.) απ την Γόρτυνα να σώζει χάρη στη μουσική του την Σπάρτη από λοιμό και να επηρεάζει τη μουσική παιδεία της ηπειρωτικής Ελλάδας με στοιχεία από την ήδη πλούσια κρητική μουσική και χορευτική παράδοση που είχε δημιουργηθεί απ την Μινωική εποχή. Δείγμα εκείνης της εποχής είναι και η σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας, με την παλιότερη απεικόνιση επτάχορδης λύρας που μαζί με διπλό αυλό συνοδεύει τελεστική πομπή. Εξίζου όμως σπουδαίο είναι και το περίφημο αγγείο της συγκομιδής με παράσταση ομάδας θεριστών που χορεύουν και τραγουδούν, ενώ ένας απ αυτούς κρατάει το ρυθμό με το σείστρο.
Ακόμα και η περίφημη ασπίδα του Αχιλλέα σύμφωνα με τον Ομηρο ήταν διακοσμημένη με γλέντι απ το παλάτι της Κνωσσού. Εκτός όμως απ τα γλέντια η Κρήτη εκείνης της εποχής χόρευε ένοπλους χορούς με πολεμικό χαρακτήρα όπως ο περίφημος πυρρίχιος αλλά και επικήδειους χορούς. Η παράδοση αναφέρει μάλιστα ότι ο Γλαύκος, γιός του Μίνωα, τάφηκε μαζί με τους αυλούς, τους οποίους έπαιζε με περισσή δεξιοτεχνία.
Ονομαστός υπήρξε και ο Μεσομήδης (2ος αι. μ.Χ.) λυρικός ποιητής και μουσικός από την Κρήτη που ήταν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Αδριανού. Σ αυτόν επιδίδονται ο ύμνος στη Νέμεση και πιθανόν οι ύμνοι στη Μούσα και στον Ηλιο, από τα λίγα κομμάτια αρχαίας ελληνικής μουσικής που σώθηκαν ως τις μέρες μας. Πως λοιπόν σ ένα τέτοιο μουσικό περιβάλλον οι νέοι της Κρήτης να μην μάθουν τους νόμους τραγουδιστά ώστε να μην τους ξεχνάνε, όπως μας πληροφορεί ο Αιμιλιανός.
Η πλούσια αυτή μουσική ζωή, με τα χαρακτηριστικά δείγματα που προαναφέρθηκαν, συνεχίζεται και μετά τα κλασσικά χρόνια και τη Ρωμαική κυριαρχία καθώς περνάμε σταδιακά και στη βυζαντινή εποχή. Μια εποχή που οι θρησκοκεντρικοί ως επί το πλείστον ήχοι, θα επηρεάσουν άμεσα και έμμεσα την κρητική μουσική δημιουργία.
ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΑΠΟ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗ
Αν και η Κρήτη είχε απ την αρχαιότητα γέφυρες που ένωναν το μουσικό κόσμο της μ αυτόν της Ανατολής, στάθηκε παράλληλα όμως ο χώρος όπου απ τον 13ο μ.Χ. αιώνα πρωτοεκδηλώθηκαν οι επιδράσεις της Δύσης. Οι Φράγκοι, οι Γενοβέζοι και οι Βενετσιάνοι καταλαμβάνοντας όλο σχεδόν το Αιγαίο μετά τις Σταυροφορίες έφεραν μαζί τους ανάμεσα στ άλλα και μελωδίες, μουσικές και ποιητικές φόρμες όπως η ρίμα, χορούς όπως ο μπάλος και μουσικά όργανα όπως το βιολί που θα παίξει κι αυτό σημαντικό ρόλο στην Κρητική μουσική.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επικράτηση της ρίμας με την μορφή ομοιοκατάληκτων δίστιχων που πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη του 14ου αι μ.Χ. στην έντεχνη ποίηση της Κρήτης. Το διψασμένο κρητικό σφουγγάρι λοιπόν αφομοιώνει αυτό το ξένο δάνειο της ρίμας και δημιουργικά το συνδυάζει με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ελληνικό στίχο που υπήρχε ήδη απ τον Αριστοφάνη. Ο δημιουργικός αυτός συνδυασμός ονομάζεται μαντινάδα. Δίστιχα που ευνοούν ιδιαίτερα τον μουσικό και ποιητικό αυτοσχεδιασμό για τον οποίο όλοι ξέρουμε την αγάπη των Κρητικών.
Μετά την άλωση της Πόλης απ τους Τούρκους αρκετοί δάσκαλοι εκκλησιαστικής μουσικής φεύγοντας απ την Κωνσταντινούπολη εδρεύουν στην Κρήτη. Μέσα απ τις σχολές που ιδρύουν με το πέρασμα του χρόνου η βυζαντινή μουσική διδάσκεται συστηματικά στο νησί ενώ διάσημοι Βενετοί μουσικοί έρχονται στον Χάνδακα για να διασκεδάσουν τους κατοίκους του.
Ήδη εκείνη την περίοδο έχουν αρχίσει να κυοφορούνται τα αποτελέσματα αυτών των επιρροών, ενώ ήδη το 1547 ο γάλλος γιατρός Ρierre Βellon, περιγράφει τους ένοπλους χορούς των κρητικών και το 1599 ο άγγλος Sherley μιλάει για βραδυνές διασκεδάσεις με ζωηρούς χορούς στους δρόμους του Χάνδακα.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο σαν αποτέλεσμα αυτής της κύησης εμφανίζεται ο κορυφαίος Κρητικός μουσικοσυνθέτης της εποχής Φραγκίσκος Λεονταρίτης, ο πρώτος εκπρόσωπος της νεοελληνικής μουσικής. Παράλληλα εμφανίζονται στην Κρήτη πολλοί νέοι μελοποιοί που διατηρούν αλλά και ωθούν την εκκλησιαστική μουσική στο νησί
Την ίδια εποχή (17ος αι) γράφηκαν τα παλιότερα σωζόμενα μουσικά κείμενα δημοτικών τραγουδιών της νεότερης Ελλάδας. Βρέθηκαν σε χειρόγραφα στο Αγιον Ορος στην Μονή Ιβήρων και Ξηροποτάμου. Η μελέτη τους οδήγησε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για ριζίτικα τραγούδια της Δυτικής Κρήτης, στοιχεία των οποίων βρίσκουμε ακόμα και σήμερα στο νησί. Πρέπει να καταγράφηκαν από κρητικούς καλόγερους (που σαν γνήσια τέκνα της Κρήτης) δεν είχαν αποκηρύξει εντελώς τις κοσμικές απολαύσεις, καθώς στα χειρόγραφα που βρέθηκαν ανάμεσα σε θρησκευτικούς ύμνους και τροπάρια υπήρχε η σημείωση: έτερα τα οποία λέγονται εις ευθυμίαν και χαράν. Είναι γνωστό άλλωστε πως σε αρκετά νησιά και όχι μόνο στην Κρήτη οι ψάλτες και οι παπάδες ήταν απ τους καλύτερους τραγουδιστές δημοτικών τραγουδιών (Σήμερα ο παπα-Άγγελος Ψιλλάκης με ριζίτικα).
Το 1669 η Κρήτη κατακτάται από τους Τούρκους. Από εδώ και πέρα ο Οθωμανικός αυταρχισμός κυβερνά. Παρ όλα αυτά οι Κρήτες δεν σταματούν να τραγουδούν τις λιγοστές χαρές και τις περίσσιες λύπες.
Είναι η εποχή που ζει ο μεγάλος μουσικοδιδάσκαλος Γεώργιος ο Κρης (+1816) και αποδεικνύει την βυζαντινή θρησκευτική παράδοση του νησιού, ενώ η παρουσία απ τον 17ο αιώνα της λύρας, του κύριου μουσικού οργάνου της κρητικής μουσικής, γίνεται όλο και πιο έντονη μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα που η παρουσία της αρχίζει να εδραιώνεται.
Mη φανταστείτε βέβαια ότι η λύρα είχε τη σημερινή της μορφή από τότε. Αρχικά έκανε την εμφάνισή της σαν λύρα η αχλαδόσχημη και αυτή σε δύο τύπους:
Το λυράκι με οξύ ήχο και η βροντόλυρα με έντονο μπάσο ήχο. Πολύ σημαντική είναι και η ύπαρξη πάνω στο δοξάρι της, των γερακοκούδουνων (κουδουνάκια που κρέμαγαν στα κυνηγετικά γεράκια στο Βυζάντιο). Οι λυράρηδες της εποχής χάρις σ αυτά κρατούσαν τον ρυθμό αφού δεν είχε εμφανιστεί ακόμα κάποιο όργανο σαν συνοδευτικό της λύρας με αυτό το ρόλο. Η επιρροή του βιολιού έδωσε αρκετά αργότερα (γύρω στο 1920) ένα άλλο είδος λύρας την βιολόλυρα, που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην Δυτική και Ανατολική Κρήτη μέχρι την δεκαετία του 40. Η σημερινή λύρα είναι ένας ενδιάμεσος τύπος μεταξύ λυρακιού και βροντόλυρας. Πρωτοκατασκευάστηκε την δεκαετία του 40 από ένα παλιό λυράρη και οργανοποιό το Μανώλη Σταγάκη και επικράτησε στα μουσικά πράγματα του τόπου μετά το 1950.
Αυτή η σύγχρονη μορφή της δεν συνοδεύεται απ τα γερακοκούδουνα του δοξαριού καθώς πολύ πιο πριν, τον ρυθμό ανέλαβε να κρατάει το μπουλγαρί ( ειδικά μετά το 1915 και την έλευση των Μικρασιατών) και λίγο αργότερα στην δεκαετία του 1920 το λαούτο. Αυτό το αγαπημένο όργανο υπήρχε στην Κρήτη απ τα χρόνια του Βιντσέντζου Κορνάρου στην αναγεννησιακή του μορφή. Μετά από τις τροποποιήσεις που του έγιναν με τα χρόνια, το λαούτο άρχισε να λειτουργεί και σαν μπάσο συνοδευτικό όργανο (1920) αλλά στις ημέρες μας μπορεί κανείς ν ακούσει τις γλυκύτερες κρητικές μελωδίες από ένα σόλο λαούτο ενώ το μπουλγαρί έχει σχεδόν εκλείψει.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ
Ήρθε λοιπόν η ώρα που η Κρήτη ένιωσε πάλι ελεύθερη μετά την φυγή των Τούρκων. Ο Κρητικός λαός νιώθει ανεξάρτητος και αυθόρμητα η επιθυμία για αναγέννηση σ όλους τους τομείς δίνει τη δύναμη να ξεπεραστούν οι δυσκολίες, κυρίως οικονομικές και το βλέμμα να ορθωθεί ξανά περήφανο. Στα μουσικά πράγματα όμως οι εξελίξεις δεν θα ξεκινήσουν απ το μηδέν. Οι αιώνες που πέρασαν άφησαν στο νησί μια μουσική κληρονομιά τεράστια. Οι ρίζες των κλασσικών χρόνων έχουν καρπίσει και με τις βυζαντινές βάσεις αλλά και τις ενετικές, όπως αργότερα τις τουρκικές επιρροές, έχουν δημιουργήσει μια ισχυρή μουσική παράδοση για όλο το νησί. Βέβαια το έντονο φυσικό ανάγλυφο της γης, που δυσκολεύει την επικοινωνία των κατά τόπους πληθυσμών, έχει δώσει στην κάθε περιοχή την δική της μουσική κληρονομιά. Ακόμα κι αν όλη η ηχητική κληρονομιά στηρίζεται σε κοινές βάσεις, οι τοπικές ιδιομορφίες είναι χαρακτηριστικές. Μέσα στο κλίμα των γενικών ανακατατάξεων και τις μετακινήσεις πληθυσμών η Κρήτη στέλνει το πρώτο κύμα μεταναστών στο εξωτερικό αλλά δέχεται και το προσφυγικό κύμα απ τα παράλια της Μ. Ασίας. Από εκεί θα υπάρξει μια ακόμα επιρροή καθώς η μουσική παράδοση των προσφύγων είναι έντονη.
Οι επιρροές αυτές, ειδικότερα στις περιοχές εγκατάστασης των προσφύγων, είναι έντονες και θα δώσουν με την σειρά τους καινούρια ακούσματα που θα χαρακτηριστούν αργότερα σαν ρεμπετοκρητικά.
Η γενικότερη οικονομική ανέχεια δεν γίνεται να ξεριζώζει απ την ψυχή των κρητικών την αγάπη για τη μουσική.
Ετσι οι νέοι μουσικάντορες που αρχίζουν να εμφανίζονται μπορεί να μην έχουν την δυνατότητα επαγγελματικής ενασχόλησης με την μουσική, αλλά έχουν στα χέρια τους μια μουσική παράδοση αιώνων και το πάθος να δουλέψουν πάνω σ αυτή. Ετσι σιγά σιγά αρχίζει να διαφαίνεται το μουσικό θαύμα που θα επιτελεστεί για την κρητική μουσική στον 20ο αιώνα.
Το γραμμόφωνο κάνει την εμφάνισή του, έστω και σε περιορισμένο αριθμό, και ο λαός συρρέει σε γλέντια και γάμους για να ακούσει μουσικούς που ξεπετιούνται σε κάθε γωνιά της Κρήτης. Μουσικούς που μεταφέρουν και αποδίδουν την τοπική μουσική παράδοση ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Κάθε μελωδία που ακούγεται είναι τόσο παλιά όσο και νέα. Αυτός ο επαγγελματικός ερασιτεχνισμός αποδίδει τους πρώτους καρπούς.
Μια γενιά μουσικών εμφανίζεται που έμελλε να αλλάξει την ροή και την δυναμική της Κρητικής μουσικής. Αυτοί οι μπροστάρηδες των εξελίξεων αρχίζουν να γίνονται γνωστοί σε ευρύτερους κύκλους. Αρχίζουν να γίνονται αρεστοί σε τοπικές κοινωνίες με διαφορετικά ακούσματα. Πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο μεταφέρουν τους δικούς τους ήχους εκεί και αυτοί με την σειρά τους και εκμεταλλευόμενοι το πηγαίο ταλέντο τους, αποτυπώνουν και φιλτράρουν τα εκεί ακούσματα. Οι αλληλοεπιρροές γίνονται εντονότερες με την είσοδο του ραδιοφώνου. Τα Ανώγεια, εκεί ψηλά στον Ψηλορείτη γίνονται μια απ τις μητροπόλεις της λύρας και κάθε αρεστός στους Ανωγειανούς καλλιτέχνης, εξασφαλίζει το εισιτήριο της αποδοχής για όλη την Κρήτη.
Στην στιχουργική θεματολογία εκτός απ τα ριζίτικα και τις μαντινάδες τα πιο σύγχρονα βιώματα αρχίζουν να γίνονται κι αυτά αθάνατα, τραγουδισμένα απ τα χείλη των τροβαδούρων της εποχής.
πηγη: Στγμές